Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν κλίμακι

См. также в других словарях:

  • κλίμακι — κλί̱μακι , κλῖμαξ ladder fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Acacius, S. (9) — 9S. Acacius, C. (7. Juli). In den griechischen Verzeichnissen (tabulis) findet sich auf diesen Tag ein hl. Acacius mit dem Beinamen έν κλίμακι (auf der Stufe), wahrscheinlich von dem Orte so genannt, wo er seine Wohnung aufgeschlagen hatte. Wer… …   Vollständiges Heiligen-Lexikon

  • TORMENTUM — I. TORMENTUM apud Appuleium, Capilius ipse vides quam non sit amoenus ac delicatus, horrore impexus atque impeditus, stuppeo tormento assimilis: funis est, protensus ac tortus, a torqueo, quod apposite de funibus dicitur. Propert. l. 4. Eleg. 3.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… …   Dictionary of Greek

  • Πετριές — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (18 τ. χλμ.), στην οποία ανήκουν οι Άγιοι Απόστολοι (υψόμ. 20), το Κλιμάκι (...) και η Λιάναμμο (...) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»